- κατασέρνω
- (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω)νεοελλ.-μσν.κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιονμσν.1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνωμσν.-αρχ.1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ2. τραβώ βίαια, αρπάζω κάποιον ή κάτι3. μέσ. κατασυρομαι, Μ και κατασέρνομαι και κατασυρνομαι(για ποταμούς) φέρομαι με ορμή προς τα κάτω, σέρνομαι κάτω, προς το έδαφοςαρχ.1. καταστρέφω, λεηλατώ, ερημώνω («ὅσας [πόλεις] πρότερον οὐ κατέσυραν», Ηρόδ.)2. αφανίζω, σαρώνω, παρασύρω («πελάγη κατασύρειν πόλεις», Φίλ.)3. ακολουθώ την τροχιά μου, τραβώ τον δρόμο μου («οὐρανὸς δρόμον ἀΐδιον κατασύρων», Δαμάσκ.)4. καθέλκω, ρίχνω πλοίο στη θάλασσα («κατεσύραμεν τὸ νεωλκηθὲν σκαφίδιον», Αλκίφρ.)5. παρασύρω προς τη θάλασσα («ποταμοί κατασύραντες τῶν γεωργῶν τοὺς πόνους», Λιβάν.)6. (κατά τον Ησύχ.) «κατασῡραιἑλκύσαι σαγήνη» — τραβώ το δίχτυ στην ξηρά.
Dictionary of Greek. 2013.